|
тленный, бренный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово тленный? — φθαρτός как на (ново)греческом будет слово бренный? — φθαρτός как с (ново)греческого переводится слово φθαρτός? — тленный, бренный — εθνικόφρων — θανάσιμα — λιθόσφαιρα — σακαράκα — λοξοδρόμηση — ρήγμα — παρεκτρέπω — ρεκλαμαδόρος — ποταπότητα — ζωολάτρης — επιβριθώς — μεγαλοεπιχειρηματίας — όργωμα — αποθαλασσία — περιπλεμονία — εποστρακίζομαι — λαλουμένη — διάσκελα — δέστρα — σεκλέτισμα — υαλοστάσιο |
|||