|
το панцирь (черепахи, рака); раковина (улитки); === μαζεύομαι (или κλείνομαι) στό ~ μου — уходить в свою скорлупу, замыкаться в себе #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово панцирь? — καβούκι как на (ново)греческом будет слово раковина? — καβούκι как с (ново)греческого переводится слово καβούκι? — панцирь, раковина — συμμοριτισμός — συνημμένως — ενδεχόμενο — εγγράφω — στραβοκομμένος — κιτρινάδα — λογοδοσία — τάγισμα — αδικοκρισία — στλεγγίδα — κουβαλιέμαι — αχθοφόρος — αντήλι — νεκρογέννητος — σκαπετίζω — βρωμιούχος — αρεζούμενος — αρισμαρί — ξαστεριά — αποσυνηθίζω — διαβεβαιωτικός |
|||