Новогреческий словарь
ποιανού
ποιανού
чей? чья? чьё?
(в случае, если это принадлежит объекту мужского, а также среднего рода)
~ είναι τό βιβλίο; — [phrase]чья это книга?[/phrase]
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
чей? чья? чьё?
? —
ποιανού
как с
(ново)греческого
переводится слово
ποιανού
? — чей? чья? чьё?
#
(ново)греческий словарь
—
χρυσοκαρακάξα
—
υαλοτεχνία
—
υδρογράφος
—
ξαναέρχομαι
—
σκονάκι
—
υπερώνυμο
—
αντωνυμικός
—
σκούρα
—
επαναστατικότητα
—
μυλίτης
—
ξερατό
—
διάχυλον
—
αναχωρητήριο
—
προκατάληψη
—
κήρυξη
—
κλινοθερμαντήρας
—
πλακόστρωμα
—
στιχοποιία
—
Ευτέρπη
—
ουρηθρίτιδα
—
αλεκτοροειδής
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве