|
το хим. осадок #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово осадок? — κατακρήμνισμα как с (ново)греческого переводится слово κατακρήμνισμα? — осадок — οπτός — τσίμπλα — ποσώς — παρενδυτικός — σχολιάστρια — δυσμικός — υπερσυνταγογράφηση — μπρούμυτος — ονειροπόληση — επωδή — ναρκομανία — μεγαλομάρτυς — ντραμιτζάνα — μικκύλιο — ποδοκύλημα — αισχροδικείο — σχεδιογραφώ — βελονοθήκη — αεροθερμικός — διακήρυξη — τεμενάς |
|||