|
το 1) церк. мартиролог; 2) перен. муки, мучения #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово мартиролог? — μαρτυρολόγιο как на (ново)греческом будет слово муки? — μαρτυρολόγιο как на (ново)греческом будет слово мучения? — μαρτυρολόγιο как с (ново)греческого переводится слово μαρτυρολόγιο? — мартиролог, муки, мучения — κρυστάλλιασμα — βρομίζω — ανακατωτός — χωροδικτύωμα — οπλίτης — αργίλιο — μεταφορικά — καρβουνόσκονη — ραμφοειδής — ισοβάθμιος — κατασκοτώνομαι — φωτογενής — ψυχομαχάω — αναδεξιμιά — πενταπλασιάζω — αντευχοριστώ — ειρωνεία — σεληνοτροπισμός — εφοδιάζω — αντιδικία — κρυσταλλογραφία |
|||