|
зоол. перепончатый #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово перепончатый? — υμενοειδής как с (ново)греческого переводится слово υμενοειδής? — перепончатый — προσαύξηση — ζύγιση — χοντροκοπανίζω — ακαθοδήγητος — αμφιδετικός — αραβοσίτινος — κωμικός — αναποκατάστατος — περίληψη — αποθεραπεύω — ενστάλάζω — αγροληψία — δόγης — παραγράφομαι — ξεφορμαρισμένος — εκλαύσθην — λεγένι — επιβλητικότητα — αρχεύω — όζον — εβγαίνω |
|||