|
страноведческий #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово страноведческий? — χωρογραφικός как с (ново)греческого переводится слово χωρογραφικός? — страноведческий — επαναφορά — ξέφραγος — μαγνητιστής — στρατολογικός — δεκαεννέα — καρουμπαλάκι — αναγκαιούντα — φρικωδία — τσαχπίνικος — εμπορομηχανικός — τριακονταπλάσιος — χαριεντίζομαι — νοιώθω — μαυρολογώ — κονδυλοφόρος — συγκεντροποιημένος — συμπονάω — αστράπτω — υπεράριθμος — συριγγώδης — ασημοκεντώ |
|||