|
ο мин. апатит #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово апатит? — απατίτης как с (ново)греческого переводится слово απατίτης? — апатит — αγγελιοδοσία — ελαφρυντικό — ξανασπέρνω — βελοθήκη — διπλοσήμαντος — άνομβρος — αμαυροφανής — ψαλίδα — αμεταμόρφωτος — αποκρατικοποιούμαι — αλευρωμένος — αποστάτης — ουροκυστίτιδα — θρόμβος — απαγχονίζω — Ιούλιος — παραφέντρα — αμελώδητος — σειέμαι — σουσαμάτο — βενζινοκινητήρας |
|||