Новогреческий словарь
μαστίτιδα
μαστίτιδα
(-ιδος) η мед.
мастит, грудница
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
мастит
? —
μαστίτιδα
как на
(ново)греческом
будет слово
грудница
? —
μαστίτιδα
как с
(ново)греческого
переводится слово
μαστίτιδα
? — мастит, грудница
#
(ново)греческий словарь
—
νοσολογία
—
κλεψιγαμία
—
προπαγανδισμός
—
ξαπλάρω
—
απολεπτύνομαι
—
σειριά
—
φλογερότητα
—
κοινόλεκτος
—
αντίρροπο
—
βραδιαζομαι
—
ρυτιδώνω
—
όχθρητα
—
τρελόχαρτο
—
κωμικός
—
δεσμικός
—
περιέχω
—
τριγύρισμα
—
πολύηχος
—
θριαμβευτής
—
πλιατσικολόγος
—
λαυρίτης
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве