|
ο 1) учитель-практик (без педагогического образования); 2) недоучка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово учитель-практик? — γραμματιστής как на (ново)греческом будет слово недоучка? — γραμματιστής как с (ново)греческого переводится слово γραμματιστής? — учитель-практик, недоучка — βεντετισμός — πυελικός — ανόργανα — σαρακοφάγωμα — μακροκλιματολογία — δικαιολογητικός — ωοθήκη — ωολεύκωμα — περικαψύλιο — δραγάτισσα — ξομολόγος — τσίσα — αμμόμετρο — χειροβολίδα — ψάλλω — εμπλουτίζω — μητριά — λιθόδμητος — λεπτολογία — γαϊδουροφόρτωμα — παλιάμαξα |
|||