Новогреческий словарь
γραμματιστής
γραμματιστ|ής
ο 1)
учитель-практик
(без педагогического образования);
2)
недоучка
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
учитель-практик
? —
γραμματιστής
как на
(ново)греческом
будет слово
недоучка
? —
γραμματιστής
как с
(ново)греческого
переводится слово
γραμματιστής
? — учитель-практик, недоучка
#
(ново)греческий словарь
—
θερμοκαυτήρας
—
λιθοτεχνία
—
πρωτομάγερας
—
βαρώμι
—
φοινικιά
—
γκλάμουρ
—
Θεσσαλονικιός
—
ακροθαλασσιάς
—
χιλιάζω
—
φανίζομαι
—
εγκραυλίς
—
ανεπρόκοβος
—
αφιερωτής
—
εξώστης
—
πουδροθήκη
—
ισοπερίμετρος
—
ανάλυση
—
οξυγόνωσις
—
ασυρματιστής
—
ιέρας
—
ετεροίωση
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве