Новогреческий словарь
γραμματιστής
γραμματιστ|ής
ο 1)
учитель-практик
(без педагогического образования);
2)
недоучка
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
учитель-практик
? —
γραμματιστής
как на
(ново)греческом
будет слово
недоучка
? —
γραμματιστής
как с
(ново)греческого
переводится слово
γραμματιστής
? — учитель-практик, недоучка
#
(ново)греческий словарь
—
προεξοφλητέος
—
επανετέθην
—
αποδοχή
—
κυλινδρισμός
—
επίταξη
—
πιθανοκρατία
—
αψομιλώ
—
μονάζω
—
ταξιδιώτισσα
—
γραιγουλίζει
—
αγώνισμα
—
ιώμαι
—
άπαχος
—
καπνικός
—
αντιπήδημα
—
κριματίζομαι
—
βρακοζώνα
—
ισημερινός
—
κατακερματισμένος
—
καταυγάζω
—
αντικατροπτισμένος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,