|
το палка, дубинка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово палка? — κοντόξυλο как на (ново)греческом будет слово дубинка? — κοντόξυλο как с (ново)греческого переводится слово κοντόξυλο? — палка, дубинка — αδικημένος — εικονικός — στόλος — ιχθυόλη — σωριαστός — εξωσκελετός — κύμνο — αναθυμίαση — κακοπιάνω — χολώδης — δικαιοδότης — προφυλάσσομαι — ένεκεν — αραιότριχος — ομοβροντία — αμηνόρροια — αγνωσιαρχία — απιδέα — διενεργών — σχηματίζω — αποκριάτικος |
|||