|
(-ητος) η скорострельность #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово скорострельность? — βλητικότητα как с (ново)греческого переводится слово βλητικότητα? — скорострельность — μικροπαντρεύομαι — δυσθεράπευτος — πτωχαλαζόνας — βαγγέλιο — θεόκουφος — αξιοσυγχώρητος — λιγυρότης — τουμπάρισμα — στηλιτευτής — μαννεκέν — λιθοδομώ — γαύριασμα — θαλάσσερμα — ατμός — γαστρί — βουσυκιά — νεολιθικός — βαλαλάϊκα — δυσκολοκίνητος — λιμενεύω — επωφελούμαι |
|||