|
ο пневмоторакс; τεχνητός ~ — искусственный пневмоторакс #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово пневмоторакс? — πνευμοθώρακας как с (ново)греческого переводится слово πνευμοθώρακας? — пневмоторакс — ανασχίζω — κιγκλιδωτός — αλλόφυλος — μωραίνομαι — γλαυκώδης — αρράβδιστος — αντιβασίλισσα — γρηγορεύομαι — αρζαντέ — γιαχνίζω — ζακτό — ξεκαμωμένος — καννιβαλικός — ερωτική — αμπόλιαστος — απόβαλμα — επιζυγίδα — συγκατατάσσομαι — συναίτιος — θύμωμα — δεινότητα |
|||