|
η 1) архитектура; зодчество; 2) архитектоника #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово архитектура? — αρχιτεκτονική как на (ново)греческом будет слово зодчество? — αρχιτεκτονική как на (ново)греческом будет слово архитектоника? — αρχιτεκτονική как с (ново)греческого переводится слово αρχιτεκτονική? — архитектура, зодчество, архитектоника — κύβευμα — μιλιόνι — ζαχαρόπηκτος — βελόνι — λυχνοστάτης — ψυχεδελικός — αμφικτιονία — φτωχομάγαζο — σιδέρωμα — καθορευουσιάνα — μαργαριταρόρριζα — μοχθηρός — πρισματικός — στοματάρα — παρθένος — κατοπτροποιία — χαζομούνα — ραφιδογράφος — καλοκάγαθος — αρτοδοσιά — συναδελφικός |
|||