|
ο тупица #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово тупица? — βωκος как с (ново)греческого переводится слово βωκος? — тупица — ολόγλυκος — εκκαυμάτιση — αμάλλιαστος — φαλλιμέντο — ασφαλισμένος — πραγματεύομαι — δάμασμα — ενενηκοντούτης — σταχτοπάνι — μπολσεβικισμός — βαριάντα — χρονίζω — εντρίβω — νοννά — εσώφυλλο — καλαμάκι — διεβρώθην — δοξολογία — λιθογλυπτική — κακοκέφαλος — κοκορόμυαλος |
|||