|
αόρ. от κρίνομαι #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово εκρίθη? — — αθυμία — αλαταποθηκάρνος — μούχτι — αναθομίζω — καήλα — αισχύνομαι — λαθρακούω — χυδαΐζω — χνοασμός — απορριπτικά — θημώνιασμα — νέκρωση — θήρα — εξεγείρω — Οχτώβρης — δίποδο — ψυχοκινητικός — ψιλούρα — διασκέδαση — μικρούτσικος — αβροχιά |
|||