|
(αόρ. απόνιψα) мыть, умывать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово мыть? — απονίφτω как на (ново)греческом будет слово умывать? — απονίφτω как с (ново)греческого переводится слово απονίφτω? — мыть, умывать — καταπάνω — αποβιβάζω — ζωγραφιστά — συγκατέχω — τσατίλας — μουστόγρια — θέτω — καπνοκαλλιεργητής — κωλοχανείο — πλουτοκρατικός — οχλαγωγία — ανατριχίλα — στρόντιο — αμερικανοκρατούμαι — ενεχυρόγραφον — τεχνουργικός — απογλείφω — ταχυβολία — εορταζόμενος — κρυσταλλωμένος — υπεναντίος |
|||