|
ο, η бытописатель; бытовик (разг.) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово бытописатель? — ηθογράφος как на (ново)греческом будет слово бытовик? — ηθογράφος как с (ново)греческого переводится слово ηθογράφος? — бытописатель, бытовик — τρωτότητα — βουητό — γιάτσο — γλύκισμα — γραμμούλα — Θόδωρος — συκοπιτταρίδα — συντροφικά — μυγοκάθισμα — ελαφροκέφαλος — ανάκουστος — λεγόμενος — χλαπάτσα — μισογεμίζω — ανεπίκαιρος — κροκάτος — μισοκαμωμένος — επισείω — ετερόμορφος — σταμπάρισμα — μοναστήρι |
|||