|
η фарм. фенацетин #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово фенацетин? — φαινασετίνη как с (ново)греческого переводится слово φαινασετίνη? — фенацетин — οδοιπορικό — εθελοδουλεύω — σχιζοφρενικός — ψαρότρατα — ενεδρεύω — εσκεμμένα — μεγεθυνηκός — προπολεμικός — ρώδι — τσερβέλλο — γκαϊδός — γεφυρωτικά — μονήρης — στρογγυλοφέγγαρος — τσιλημπουρδίζω — παντρολόγημα — τομαριστής — προνομία — κλώστρα — αποκοττίζω — παρακαμπτήριος |
|||