|
(αόρ. απεξέκρινα) выделять (жидкость и т. п.) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово выделять? — απεκκρίνω как с (ново)греческого переводится слово απεκκρίνω? — выделять — σφιχτοκλειδώνω — σερμπέτι — αναμονή — βραχνιάζω — σιδηρόφραχτος — θεληματικά — εξόρμιση — καλαμοπόδαρος — πλάκα — ηλεκτρισμός — εξηγώ — κυλώ — υδροτεχνική — διακεχυμένος — ξυλογαϊδάρα — αγγρκρώνω — αγουρωπός — αργούτσικα — βασιλοπούλι — ξερικός — αφόντας |
|||