|
легко усваиваемый, нетрудный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово легко усваиваемый? — ευκολομάθητος как на (ново)греческом будет слово нетрудный? — ευκολομάθητος как с (ново)греческого переводится слово ευκολομάθητος? — легко усваиваемый, нетрудный — προκαταρκτικός — σκάμνα — μολογώ — ξηροβατικά — πρέσβειρα — σιόρ — ψυχασθενικός — ιερογλυφικό — λιγόφαγος — μαυρίζω — σταμναγκάθι — επιξηραντικός — άγγιχτα — κεχρί — εγκληματολόγος — Εσμεράλδα — φυσική — αντενεργώ — θίασος — υαλόλιθος — ανακαούρα |
|||