Новогреческий словарь
αναδιπλασιάζω
αναδιπλασιάζω
удваивать
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
удваивать
? —
αναδιπλασιάζω
как с
(ново)греческого
переводится слово
αναδιπλασιάζω
? — удваивать
#
(ново)греческий словарь
—
κοινωνικότητα
—
προσιτός
—
άλευρον
—
κρεατόβεργα
—
ωθώ
—
πιτζιέμ
—
χαλκούχος
—
τραχύς
—
πετιέμαι
—
θαλασσοποιώ
—
σηματογράφος
—
πρυμνοδετώ
—
κλάμα
—
ρεμπελεύω
—
αθεμελίωτος
—
αισχρός
—
αναρχοαυτόνομος
—
διαρρηκτός
—
ακτιος
—
εξιλέωση
—
σπήτι
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве