|
береговой #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово береговой? — ακταίος как с (ново)греческого переводится слово ακταίος? — береговой — ασφυρήλατος — τυποποιώ — κοιλοπονάω — καρμίρα — γένος — χαρακτηριστικά — συναγώγι — ελληνιστικός — εκτοβάτ — εξορμώ — αριστοτέχνης — ανιχνευτής — ευφημιστικός — πλινθοποίηση — πνευματομάχοι — σχολικός — σκελετός — ανευφημία — γραμμογραφία — σχηματισμός — αραποφάσουλα |
|||