Новогреческий словарь
πυρετογόνος
πυρετογόν|ος
вызывающий температуру
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
вызывающий температуру
? —
πυρετογόνος
как с
(ново)греческого
переводится слово
πυρετογόνος
? — вызывающий температуру
#
(ново)греческий словарь
—
στενοχωρημένος
—
καλοφκιασμένος
—
διπλοσκοπός
—
τυφλά
—
ψυχοπονώ
—
κοιμισμένος
—
διάφεγγος
—
φυσικομαθηματικός
—
ερημονήσι
—
αναμαρτησία
—
αναψοκοκκινίζω
—
εξεργάζομαν
—
θωράκισμα
—
ρετουσάρισμα
—
στερεύω
—
κιτρινόχροια
—
ζωγράφα
—
ξινογαλάς
—
κλαρίνο
—
διασπαθισμός
—
αλετρεύω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω