|
η прям., перен. нейтрализация #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово нейтрализация? — εξουδετέρωση как с (ново)греческого переводится слово εξουδετέρωση? — нейтрализация — βλαχοδήμαρχος — αυτοματικός — πονόκαρδος — ασπίτωτος — συνδετήρας — τί — δακτυλόδεικτος — ενυδρείο — λαϊκίζω — πούπετα — μπαρούτη — ακατηγόρητος — άχραντα — στίλβη — εξωφρενισμός — ανυποψίαστος — κλοτσηδόν — εφευρίσκω — σπουδαγμένος — μετρητικός — ψάρευμα |
|||