Новогреческий словарь
ζωσμένος
ζωσμένος
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
ζωσμένος
? —
#
(ново)греческий словарь
—
αποδεκτός
—
παρανόμι
—
λεπτουργώ
—
χειρισμός
—
ερασιτεχνικός
—
αποδείπνι
—
αντιπροσωπευτικά
—
άδηλος
—
αυταρχικός
—
ανάγκη
—
υπομιμνήσκω
—
ορμιά
—
αλωνοτόπι
—
ναυτικό
—
κακοστομάχιασμα
—
αδιόρατος
—
συμπτωματικός
—
γύφτικο
—
λίχνευμα
—
υπερχρονισμός
—
πρόπεδον
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве