|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово χονδρέμπορας? — — γομάρα — αλόξευτος — κεδρόμηλο — έκκαυμα — κρεμάστρα — ιδεώδης — αργομιλώ — επιστημολογικός — χειμωνανθός — ομιλητικά — εκδύομαι — εμπύρευση — κουταλιά — πρόκριμα — ζευγηλάτης — καταπίπτω — αερίζομαι — εγκαταλειμμένος — τιμάρι — επίτροπος — ανώφελα |
|||