|
το гамак; качели, люлька (висячая) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово гамак? — ανεμόκουνι как на (ново)греческом будет слово качели? — ανεμόκουνι как на (ново)греческом будет слово люлька? — ανεμόκουνι как с (ново)греческого переводится слово ανεμόκουνι? — гамак, качели, люлька — ρέγομαι — αναποφασιστικότητα — φαρμακοδόχος — αμφιόνι — αρπαχτός — αειθαλής — γυψάδικο — αδιάντροπα — γλειφιτζούρι — βαθμός — ενδορραχιαίος — επιχειρηματίας — λαύρενο — αναπάντεχα — γραφειοκρατία — αττικίζων — σαραντάρης — δεκαπενθημερία — συνοψίζω — βιβλιεκδότρια — αεροβάμονας |
|||