|
ο письмоносец, почтальон #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово письмоносец? — γραμματοκομιστής как на (ново)греческом будет слово почтальон? — γραμματοκομιστής как с (ново)греческого переводится слово γραμματοκομιστής? — письмоносец, почтальон — ενηλικιότητα — πρίμος — αναδέω — αποσαθρώνω — επίκεντρος — ανθοκομική — άρατα-πέρατα — στιλπνός — πειρακτήριο — ενδυνάμωμα — διαμαρτυρημένος — ασπρογή — άπτυχος — απόνετος — μονομαχώ — βεζικατόριο — ενσφηνώνω — ανταποκρινόμενος — βλαχαντερό — ναυμαχώ — ανενδοίαστα |
|||