|
το штопка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово штопка? — καρίκωμα как с (ново)греческого переводится слово καρίκωμα? — штопка — ξυρίζω — αεριστήρας — μαντάρι — ερμάτιση — φυσίατρος — βραδύπεπτος — ταχταρίζω — μαλακαίνω — γεωειδής — ανακυκλίζω — δεκάχρονα — βαυκαλίζω — γονός — ξεκώλωμα — επίσημα — χθόνιος — φιλέ — παιδοψυχιατρικός — πριονίζω — δογματισμός — καθάριος |
|||