|
αόρ. от τρώγομαι #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово φαγώθηκα? — — αποτσιπωσύνη — αιματοσκοπία — ξεπηδώ — ενανθρώπηση — εύκοσμος — σοκολάτα — κατασιγαστήρας — αντιπολίτευση — Ποσειδώνας — μαγγωμένος — τσίμπημα — λαϊκίστικος — γερουσιαστής — αρσενικίαση — αντισταθμισμένος — ξεσυνερίζομαι — φανερώνω — αναρούσα — χαλκοειδής — παραμάγειρος — χαρτζιλίκωμα |
|||