|
ο монах #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово монах? — λαυρίτης как с (ново)греческого переводится слово λαυρίτης? — монах — πλαταγίζω — προσέγγιση — συμπτωματικός — συνδεσμολογία — απαγορευτικός — ρεφορμιστής — ηπαταλγία — ποζάρω — μετακινημένος — άκλητος — γιανίτσαρος — πρωτεΐνες — ατμόμυλος — φρύξη — πειραματιστής — χοντρόκωλος — ξεθράκιασμα — τυχάρπαστος — σφριγώ — αφογκράζομαι — μαντηλούσα |
|||