|
τα бот. мхи #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово мхи? — βρυόφυτα как с (ново)греческого переводится слово βρυόφυτα? — мхи — αζύγιαχτος — αμυγδαλοτομία — αμαξιάτικα — ξάφρισμα — συμβαδίζω — κουρέλι — ξέστερος — ατάραχτος — καλόβολος — σκωτσέζικος — θρύψαλο — δασοτέχνης — δειλός — πνιγηρός — σεξουαλισμός — οδοντοβόθριον — αισθηματάκι — σοροπιάζω — ασφαλτόστρωμα — σαπρός — ιππεύς |
|||