|
весь в слезах; ~α μάτια — заплаканные глаза #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово весь в слезах? — δακρυσμένος как с (ново)греческого переводится слово δακρυσμένος? — весь в слезах — ποδίσκος — ξεφλούδισμα — πουλακίδα — θρασύς — αδαμάντινος — μπουμπουνητό — επαναγωγή — κυριεύω — αυτοδημιούργητος — κατακόρυφος — εξολισθάνω — αφιλοπρόοδος — ηλιοβούτημα — τσελίκι — δερματοπωλείο — αυτεπαγγέλτως — θανατοφοβία — αναφούφουλος — παρόπλισις — προικοθήρας — ανευφήμητος |
|||