|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово μικράκι? — — αψούνιστος — βαλσαμόχορτο — ακανθών — γρασαδόρος — φιλενάδα — αρραγής — αστραποόβλητος — εκφράττω — μακρόκομος — ιδιώνυμο — διαμαρτυρικό — καπηλειό — συρράπτω — χοράρχης — λυκανθρωπία — μοσχαράκι — σκουτέλλι — αρμίδι — μάλε-βράσε — πώντσι — πευκώνας |
|||