|
утешать самого себя #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово утешать самого себя? — αυτοπαρηγορούμαι как с (ново)греческого переводится слово αυτοπαρηγορούμαι? — утешать самого себя — μετοχιάριος — ποδόγυρος — ωτολόγος — μπριζολάκι — αναμενόμενος — πνευμονολογία — βλησίδι — φορμαλίστρια — βυθοκόρηση — σουβλίζομαι — παγοκόφτης — έντιμος — ανεπιτυχής — μαρινάτο — μυρίζω — νέφτι — ανεμόβροχο — επίλεπτος — κολλητός — αθός — ανάχυμα |
|||