|
η горох, горошек (растение) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово горох? — μπιζελιά как на (ново)греческом будет слово горошек? — μπιζελιά как с (ново)греческого переводится слово μπιζελιά? — горох, горошек — ολομέταξος — προσπερνάω — βούσυκο — εδά — αισθητική — ετερόκλιτος — σωρεύω — φιλελληνισμός — ανατροπέας — άκρα — ξαργώ — κατακράτηση — εσωτρόπιο — παρατροπή — επαναγωγή — εγωλάτρισσα — πολύκαρπος — γοητεύω — τσάχαλο — θολόσταχτο — αναδιπλωτός |
|||