|
ο спазм(а) горла [x:trans]спазм горла;спазма горла[/x:trans] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово спазм горла? — φαρυγγισμός как на (ново)греческом будет слово спазма горла? — φαρυγγισμός как с (ново)греческого переводится слово φαρυγγισμός? — спазм горла, спазма горла — εννεάκρουνος — αεροβόλο — γιδόγραικο — ταβάνι — χαλκούς — βραδυπορώ — συγκρατημένα — λαρυγγοσκόπιο — πούτσος — επιφυλάσσω — αναθύμημα — ασκίσιος — προσεπιμέτρηση — μαγνησίτης — σακχαρούχος — κηροπλαστικός — ασφάλιση — χορεύγω — βηματιαίος — υπέρτατος — λούομαι |
|||