|
ускоряться #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ускоряться? — γρηγορεύομαι как с (ново)греческого переводится слово γρηγορεύομαι? — ускоряться — ευεπιφόρως — ρατσιστικός — σκιάς — μονοκύτταρος — αεροφωτογραφία — τουρκοκρατούμαι — ακυρίευτος — ταγή — ξίκικα — ομόνοια — κατηγοριοποιούμαι — αλλοκοτιά — πλοϊμότητα — ραγδαιότητα — μώνυχα — χειρόμυλος — γαιανθρακοφορτίον — νοησιαρχικός — ψυχικό — εγκοπή — αποκρεμιέμαι |
|||