Новогреческий словарь
γρηγορεύομαι
γρηγορεύομαι
ускоряться
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
ускоряться
? —
γρηγορεύομαι
как с
(ново)греческого
переводится слово
γρηγορεύομαι
? — ускоряться
#
(ново)греческий словарь
—
αυτοδοξάζομαι
—
σηκός
—
υδατίς
—
συρτοθηλειά
—
δίγενος
—
κοκκίαση
—
καμωματαράς
—
νταβάνι
—
φτωχεύω
—
τριπλούς
—
αψυχαγώγητος
—
σχωρεμένος
—
συγκλονίζομαι
—
κλίφι
—
κατεβασιά
—
σκέτα
—
τρεχαντήρι
—
αλάνθαστα
—
ελεφαντοκόκαλο
—
αφορμάριστος
—
είρπον
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве