|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово αρχικηπουρός? — — ρετσινόλαδο — σεισμόπληκτος — συρμαγιά — πεπτίνη — ποιέω — κοκέτα — εκπαιδευτικός — αποπληκτικός — άθλησις — νεφελοειδής — τριβόλισμο — εκπλατύνω — επιμέλεια — ουραγός — περιοδολόγηση — ηλιοτροπία — υδρόγειος — μόνε — κεραύνωση — κλιματιστικό — αλλέγρα |
|||