|
ο воен. магазин, обойма #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово магазин? — γεμιστήρας как на (ново)греческом будет слово обойма? — γεμιστήρας как с (ново)греческого переводится слово γεμιστήρας? — магазин, обойма — συνεντευκτήριο — κορυδόψιχα — κληρώνω — σφυροκόπηση — μελωδός — βρούντζος — αποβόρι — οικτίρω — ακακοποίητος — στοίχος — τριφύλλι — νυχτοπερπατάω — ανευφήμηση — εντατική — εκθέτης — ξεδοντιάζω — εκπολιτισμός — πρωτοβλέπω — κτενίζω — αυτοκέφαλος — σταφυλόξυδο |
|||