|
стетоскопический #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово стетоскопический? — στηθοσκοπικός как с (ново)греческого переводится слово στηθοσκοπικός? — стетоскопический — χαλκείο — αντικρείνω — θυμιάζω — αποτράβηγμα — Θεόφιλος — μαλακοπίτουρας — υφαλοδείκτης — δέω — δωδεκαπλος — ερχόμενος — τιμολογώ — αναχλός — προσφυγικός — κράτηση — διέτεμον — ανατινάζομαι — διασχίζω — αστέρητος — υπάρχοντα — αλιγούρευτος — αντεπαναστάτρια |
|||