|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово πρωθύστερα? — — αποψέ — εθνόσημο — απολεσθείς — πηγμένος — λιγωμένος — συνταξούλα — δεκάωρο — θειάφινος — ευλογιά — λάφρος — αποζώνω — ανεμοσκορπίζω — ηλιοψημένος — ετερολαλία — άχυρο — φάγουσα — μαντατευτής — διάτρητος — διαμονητήριος — αιδοιολείκτης — ενταφίαση |
|||