|
(αόρ. έρρανα, παθ. αόρ. ερράνθην) 1) осыпать; ~ μέ άνθη — осыпать цветами; 2) опрыскивать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово осыпать? — ραίνω как на (ново)греческом будет слово опрыскивать? — ραίνω как с (ново)греческого переводится слово ραίνω? — осыпать, опрыскивать — δόνηση — διδάσκαλος — σοφράν — αγκλίτσα — δικαιωματικός — επιβιβάζω — βιβλιοκλοπή — παραχάραξη — ζερβοκουτάλας — παιδίσκη — ανοικονόμητα — σκατούλα — χαριτωμένος — αντιδημοκρατικός — διαβολή — λάλημα — χαμαιζηλία — αναλόγως — υφαλμυρίζω — αργύρωση — κινίνη |
|||