|
παθ. αόρ. от εξάπτω #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово εξήφθην? — — γρίλλωμα — ψωνίζομαι — από — ίσος — φουρναριό — γουβωτός — ζαχαροποίηση — φοράδα — φούσκισμα — βραδυτόκος — λεχουσιά — τζιγέρι — ηλιόβολο — επαφέθην — σουσαμάτο — δυσαναλογία — σκεπαστή — εξουσία — βασάνισμός — λουλουδιασμένίος — μαγνητοφωνώ |
|||