|
ο сборщик, монтажник #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово сборщик? — συναρμολογητής как на (ново)греческом будет слово монтажник? — συναρμολογητής как с (ново)греческого переводится слово συναρμολογητής? — сборщик, монтажник — κοιλιαλγία — βάρκα — καταμόσχευση — αλευρικό — αφοσιώνομαι — μαθός — ντεμπραγιάζ — λησμονητής — πολλαπλότητα — σημαίνω — φώσφορος — κλωνάρι — βλάμισσα — αντίφαση — διακέντηση — χορτοφάγος — αντιπολίτευση — παιδίατρος — διαλλακτικός — αστιγματισμός — Γερμανίδα |
|||