συναρμολογητ|ής

формы словаβ
συναρμολογητ|ής
ο сборщик, монтажник



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово сборщик? — συναρμολογητής
как на (ново)греческом будет слово монтажник? — συναρμολογητής
как с (ново)греческого переводится слово συναρμολογητής? — сборщик, монтажник


κοιλιαλγίαβάρκακαταμόσχευσηαλευρικόαφοσιώνομαιμαθόςντεμπραγιάζλησμονητήςπολλαπλότητασημαίνωφώσφοροςκλωνάριβλάμισσααντίφασηδιακέντησηχορτοφάγοςαντιπολίτευσηπαιδίατροςδιαλλακτικόςαστιγματισμόςΓερμανίδα




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit