|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово λεξικολογικώς? — — γηροκομείο — αδιβόλιστος — καζανόκαρφο — αναπτερωτικός — ατμόϊππος — αναγέννηση — εναντιόμορφος — συγκαιρινός — μετονομάζω — αποδοτικός — ανόθευτος — ευκολομίλητος — βιαστικός — γούβι — δικόγραφο — μυριοπτέρυγος — ζυγοστάθμηση — αντιφρονώ — περιρραίνω — εθιμοτυπία — εκλεκτικίστρια |
|||