|
легко приобретаемый #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово легко приобретаемый? — ευκολοαπόκτητος как с (ново)греческого переводится слово ευκολοαπόκτητος? — легко приобретаемый — ασχημογυναίκα — γονιός — τσιγγρίζω — στερεοστατική — διαφεύγω — κυματοβολή — μπακλαβάς — ανευρίσκω — ακυβερνησία — δελίνι — κωλάρα — μοιχεύω — φιλανθρωπία — αριθμομάντης — ανασασμός — στρείδι — καλλιστεύω — έβγα — σμυρίγλη — διαστημόπλοιο — ερυθρόπους |
|||