ετεραρχία

формы словаβ
ετεραρχία
η филос. детерминизм



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово детерминизм? — ετεραρχία
как с (ново)греческого переводится слово ετεραρχία? — детерминизм


γυαλουρίζωαμαλγαμώνωκαντάδακουτσονόραχυδαιολογώπτερνιστήραςμπόραφωσφορώδηςπαλίουροςβουζιάκλαδευτήρααντεπισκέπτομαικουταλάκιπαρεξηγώνευροπαθητικόςραχιαίοςστραβοπατάωισχυρογνωμοσύνηβρωμάνθρωποςιεροσυλώκαρτερικότητα




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit