|
(-ένος) ο железа; θυρεοειδής ~ — щитовидная железа; ενδοκρινείς ~ες — железы внутренней секреции #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово железа? — αδήν как с (ново)греческого переводится слово αδήν? — железа — ζώδιο — πρόχειρο — καβγατζής — σαλαμάνδρα — λάδανον — πραγματοποιημένος — σανδαλοποιός — γονεωνυμικά — υπόθεμα — δίαρση — κωλομέρι — διαγνωστικό — ακόπριστος — αναδεικνύω — ωοπαραγωγός — αρπαχτικότητα — προστατευόμενος — τσιμπιά — χρηματιστής — ψαλιδιστός — ψάρευμα |
|||